Αρκετός ντόρος έγινε πρόσφατα με την επιστολή της –γραφικής πλέον– Μ. Ρεπούση, σχετικά με το ενδεχόμενο να μπλεχτούν στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο οι… καλές γενοκτονίες με τις… κακές. Αν η σχολή ιστοριογραφίας που εκπροσωπεί δεν χάνει ευκαιρία να στηλιτεύει τη «χρήση της Ιστορίας για πολιτικούς σκοπούς», δεν προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι κάνει ακριβώς αυτό το οποίο καταγγέλλει. Είναι βασική αρχή της προπαγάνδας να αποδίδεις στους αντιπάλους σου τις δικές σου αδυναμίες. Την ώρα, όμως, που οι «μοντέρνοι» ιστορικοί στην Ελλάδα πληροφορούν τους Έλληνες ότι δεν υπήρξε γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, συνάδελφοί τους στην Τουρκία πληροφορούν τους Τούρκους για το αντίθετο. Και ενώ οι «αποδομητές» στην Ελλάδα απολαμβάνουν την υλική και ιδεολογική στήριξη της εξουσίας, οι συνάδελφοί τους στην Τουρκία αντιμετωπίζουν πραγματικές διώξεις.
Α ν η Ρεπούση προτιμά τις… ξένες γενοκτονίες (καθώς οι ντόπιες κρίνονται ύποπτες κρυπτοεθνικισμού), υπάρχουν από την άλλη και οι τενεκέδες της Χρυσής Αυγής, που βρήκαν ευκαιρία να αυξήσουν και άλλο τα ποσοστά τους. Με ένα νέο κρεσέντο γραφικότητας υπέβαλαν σχέδιο νόμου «για την πάταξη του ρατσισμού κατά των Ελλήνων», στο οποίο, με τη σειρά τους, κρατάνε τις ντόπιες γενοκτονίες και αφήνουν απέξω… τις ξένες. Η τροπή της υπόθεσης «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» είναι αρκετά βολική και για τις δύο πλευρές. Από τη μία το νομοσχέδιο αυξάνει τα ποσοστά της ΧΑ και από την άλλη η παρουσία της ΧΑ επιτρέπει στην κατεστημένη ιδεολογία να εμφανίζεται ως «προοδευτική». Έτσι είναι και οι δύο ικανοποιημένοι.
Η χρησιμότητα της ακροδεξιάς μπουρδολογίας είναι, λοιπόν, προφανής. Διά της αποσιώπησης εμφανίζεται η αποδομητική ιστοριογραφία ως η μοναδική ακαδημαϊκή άποψη, και η αντίθετη άποψη επιτρέπεται να παρουσιαστεί μόνον από τον Μιχαλολιάκο και τη συμμορία του. Όπως και στο παρελθόν, όπου τα ΜΜΕ παρουσίαζαν ως μοναδική φωνή αντίδρασης στο βιβλίο Ιστορίας της 6ης δημοτικού τον Άνθιμο και τον Καρατζαφέρη. Δεν είναι τυχαίο το ότι, στον δημόσιο διάλογο γύρω από μία σειρά θέματα, μεταξύ αυτών και η Ιστορία, υπάρχουν ακαδημαϊκές απόψεις και ολόκληροι πολιτικοί χώροι που αποσιωπώνται συστηματικά. Έτσι κατασκευάζονται τα αντίπαλα στρατόπεδα, καταπώς συμφέρει τις άρχουσες τάξεις. Στο τηλεοπτικά κατασκευασμένο, λοιπόν, δίπολο «παγκοσμιοποίηση vs φασισμός», πολλοί πατήσανε την μπανανόφλουδα. Έτσι, λοιπόν, η Ρεπούση εμφανίζεται ως θύμα, ως μάρτυρας που πληρώνει το θάρρος της γνώμης της (ενώ στην πραγματικότητα το υποτιθέμενο θάρρος αυτό δεν αποτέλεσε παρά το διαβατήριο που οδήγησε μια άσημη καθηγήτρια γαλλικής φιλολογίας στο… κοινοβούλιο και την εξουσία).
Την ίδια στιγμή ο Σύριζα και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ετοιμάζουν δικά τους νομοσχέδια, το ΚΚΕ φοβάται μήπως η ποινικοποίηση της γνώμης πιάσει και τον κομμουνισμό (αλλιώς δεν έχει πρόβλημα…), ενώ η εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ο αναρχικός χώρος προτιμούν να αντιμετωπίσουν τη ΧΑ σε επίπεδο… στρατιωτικό. Συμβάλλουν, λοιπόν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη διατήρηση της ΧΑ στο επίκεντρο της δημοσιότητας και στην αύξηση της επιρροής της. Ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός και «αντιεθνικισμός» της αριστεράς δεν μπορούν να συμβάλλουν στην καταπολέμηση του φασισμού. Μόνο στην ενίσχυσή του. Η ΧΑ δεν έπεσε από τον ουρανό – εκμεταλλεύεται υπαρκτά προβλήματα και πολιτικά κενά. Η απάντηση στα προβλήματα αυτά είναι το ζητούμενο και όχι η αγνόησή τους. Αυτό όμως θα απαιτούσε πολιτικές και ιδεολογικές υπερβάσεις που το σημερινό πολιτικό προσωπικό δεν φαίνεται διατεθειμένο να κάνει.
εφημερίδα Ρήξη, τ. 94, Ιούνιος 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου