Από μηχανής... βρυκόλακες
Ε, λοιπόν, τα χρήματα τελείωσαν... Έτσι απλά. Το παυσίπονο του ελληνικού λαού, η μορφίνη που του έδινε ο μεταπολιτευτικός θίασος της δουλοφροσύνης, για να αντέξει την εκποίηση της πατρίδας του, της κοινωνίας του και της ίδιας της ανθρωπιάς του, τελείωσε. Και, όπως είναι φυσικό, όταν λείπει το παυσίπονο, επιστρέφει ο πόνος. Ο πόνος για ό,τι χάσαμε τις δύο τρεις δεκαετίες του «εκσυγχρονιστικού» και «προοδευτικού» μαζικού αυτισμού.
Τώρα, με τον πόνο να δυναμώνει, οι Έλληνες συνειδητοποιούν τη ζωή που χάσανε, ζωή γεμάτη και δημιουργική, πλούσια και αληθινή. Αυτή που δώσανε αντιπαροχή για μια νέα ζωή, καταναλωτική και παρασιτική, ευτελή και επιδοτούμενη.
Τελειώνουν, λοιπόν, τα χρήματα –χρήματα κλεμμένα, δανεικά, αδούλευτα– και ο κόσμος ψάχνει απελπισμένα για λύση. Έναν γιατρό να τον σώσει... Ή, έστω ένα νέο παυσίπονο.
Ζητείται Σωτήρας! Ηγέτης! Αρχηγός!
Και δεν εμφανίζεται κανείς... Αλλά πώς να εμφανιστεί; Από μηχανής εμφανίζονται μόνον οι θεοί, όχι οι ηγέτες. Οι εκάστοτε ηγέτες, καλοί και κακοί, είναι γεννήματα της εποχής και της κοινωνίας τους. Οι μόνοι που ανταποκρίνονται στις κραυγές του λαού είναι οι γνώριμοι «σωτήρες» από τα παλιά...
Είναι αυτοί που τον νάρκωναν τόσες δεκαετίες τώρα, ρουφώντας, με τη σύριγγα, λίγη λίγη, την αξιοπρέπειά του. Άνθρωποι τους οποίους η λογική θα ήθελε εξαφανισμένους από καιρό –ταπεινωμένους και περιφρονημένους.
Κι όμως, η πραγματικότητα τους θέλει ακόμη εδώ. Με νέες στολές, νέα μηχανήματα, νέες θεραπείες, αλλά το ίδιο παγωμένο βλέμμα. Και δίπλα τους ξεπροβάλλουν άγνωστα πρόσωπα, καινούρια, που, όμως, είναι απελπιστικά ίδιοι μ’ αυτούς. Άτομα που πρόλαβαν να βρυκολακιάσουν πριν καν γίνουν άνθρωποι...
Λοιπόν; Πορευόμαστε μ’ αυτούς; Περιμένουμε από αυτούς θεραπεία; Πάλι; Αλλά οι βρυκόλακες δεν σώζουν, δεν θεραπεύουν. Ένα πράγμα, μόνον, ξέρουν να κάνουν...
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.
Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση,ακόμα;
Τώρα, με τον πόνο να δυναμώνει, οι Έλληνες συνειδητοποιούν τη ζωή που χάσανε, ζωή γεμάτη και δημιουργική, πλούσια και αληθινή. Αυτή που δώσανε αντιπαροχή για μια νέα ζωή, καταναλωτική και παρασιτική, ευτελή και επιδοτούμενη.
Τελειώνουν, λοιπόν, τα χρήματα –χρήματα κλεμμένα, δανεικά, αδούλευτα– και ο κόσμος ψάχνει απελπισμένα για λύση. Έναν γιατρό να τον σώσει... Ή, έστω ένα νέο παυσίπονο.
Ζητείται Σωτήρας! Ηγέτης! Αρχηγός!
Και δεν εμφανίζεται κανείς... Αλλά πώς να εμφανιστεί; Από μηχανής εμφανίζονται μόνον οι θεοί, όχι οι ηγέτες. Οι εκάστοτε ηγέτες, καλοί και κακοί, είναι γεννήματα της εποχής και της κοινωνίας τους. Οι μόνοι που ανταποκρίνονται στις κραυγές του λαού είναι οι γνώριμοι «σωτήρες» από τα παλιά...
Είναι αυτοί που τον νάρκωναν τόσες δεκαετίες τώρα, ρουφώντας, με τη σύριγγα, λίγη λίγη, την αξιοπρέπειά του. Άνθρωποι τους οποίους η λογική θα ήθελε εξαφανισμένους από καιρό –ταπεινωμένους και περιφρονημένους.
Κι όμως, η πραγματικότητα τους θέλει ακόμη εδώ. Με νέες στολές, νέα μηχανήματα, νέες θεραπείες, αλλά το ίδιο παγωμένο βλέμμα. Και δίπλα τους ξεπροβάλλουν άγνωστα πρόσωπα, καινούρια, που, όμως, είναι απελπιστικά ίδιοι μ’ αυτούς. Άτομα που πρόλαβαν να βρυκολακιάσουν πριν καν γίνουν άνθρωποι...
Λοιπόν; Πορευόμαστε μ’ αυτούς; Περιμένουμε από αυτούς θεραπεία; Πάλι; Αλλά οι βρυκόλακες δεν σώζουν, δεν θεραπεύουν. Ένα πράγμα, μόνον, ξέρουν να κάνουν...
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.
Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση,ακόμα;
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη
«ο βρυκόλακας»
Σαφέστατος. Το αναδημοσιεύω αυτούσιο, αν δεν υπάρχει αντίρρηση
ΑπάντησηΔιαγραφήτιμή μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμ τα πουλάκια που θα αναφωνούν σε όσους βλέπουν να τους περιτριγυρίζουν (αυτούς του βρουκόλακες... - φοβερό το ποίημα)
ΑπάντησηΔιαγραφή"Δεν είναι κρίμα κι' άδικο, παράξενο μεγάλο, να πορπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους;"
Αφιερωμένο εξαιρετικά και προς μερικούς φίλους (άντε και παλιούς συντρόφους) που κωλοτρίβονται με όλο αυτό το σκυλολόϊ κυρίως το προερχόμενο εκ της αριστεράς...